+357 99 200535

[email protected]

Συναισθηματική εξάρτηση

Η συναισθηματική εξάρτηση ως παθολογικό ελάττωμα

Ορίζω την εξάρτηση ως την ανικανότητα ενός να ζει σαν άρτιο άτομο ή να δρα σωστά χωρίς τη βεβαιότητα ότι κάποιος άλλος τον φροντίζει ενεργητικά. Η εξάρτηση όταν αφορά φυσιολογικά υγιείς ενηλίκους είναι παθολογική – – είναι αρρώστια, είναι πάντοτε μια εκδήλωση ψυχικού ελαττώματος.

Πρέπει να διακρίνουμε τη διαφορά της με εκείνο που συνήθως λέμε εξάρτηση από ανάγκες ή συναισθήματα.

Όλοι μας, ο καθένας μας έχει – ακόμα κι όταν προσποιείται στους άλλους και στον εαυτό του ότι δεν έχει – εξάρτηση από ανάγκες και συναισθήματα. Όλοι μας έχουμε επιθυμίες να μας κανακεύουν, να μας περιποιούνται χωρίς εμείς να κάνουμε τίποτα, να μας φροντίζουν άτομα πιο δυνατά από μας που νοιάζονται ειλικρινά για τα συμφέροντά μας. Όσο κι αν είμαστε δυνατοί, όσο κι αν είμαστε στοργικοί και υπεύθυνοι και ενήλικοι, αν κοιτάξουμε καλά μέσα μας, θα βρούμε την επιθυμία να αναλάβουν άλλοι να μας φροντίζουν, έτσι για αλλαγή. Ο καθένας μας, όσο κι αν είναι προχωρημένος στην ηλικία και ώριμος, αναζητάει και θα ήθελε να έχει στη ζωή του (της) μια ευχάριστη μορφή πατέρα (μητέρας).

Ωστόσο, για τους περισσότερους από μας αυτές οι επιθυμίες ή τα συναισθήματα δεν κυβερνούν τη ζωή μας.

Δεν αποτελούν το επικρατέστερο θέμα της ύπαρξής μας. Όταν, πράγματι, κυβερνούν τις ζωές μας και καθορίζουν την ποιότητα της ζωής μας, τότε έχουμε κάτι περισσότερο από μιαν απλή εξάρτηση σε ανάγκες ή συναισθήματα: είμαστε εξαρτώμενοι.

Συγκεκριμένα, ένας του οποίου η ζωή κυβερνάται και καθορίζεται από ανάγκες εξάρτησης υποφέρει από μια ψυχική διαταραχή στην οποία δίνουμε τη διαγνωστική ονομασία «διαταραχή παθητικής εξαρτώμενης προσωπικότητας».

Είναι ίσως η πιο συνηθισμένη από όλες τις ψυχικές διαταραχές.

Άτομα με αυτή τη διαταραχή, παθητικά εξαρτώμενα άτομα είναι τόσο απασχολημένα με την αναζήτηση της αγάπης, ώστε δεν τους έχει μείνει καθόλου ενέργεια να αγαπήσουν. Μοιάζουν με πεινασμένους ανθρώπους που ψαχουλεύουν οπουδήποτε για να βρουν κάτι να φάνε και που δεν έχουν κανένα δικό τους φαγώσιμο για να δώσουν στους άλλους.

Είναι σαν να έχουν μέσα τους ένα κενό, ένα απύθμενο πηγάδι που ζητάει απεγνωσμένα να το γεμίσουν αλλά που κανείς δεν μπορεί ποτέ να το γεμίσει τελείως. Ποτέ δε νιώθουν να είναι «ολοκληρωμένοι» ή ποτέ δεν έχουν την αίσθηση της πληρότητας.

Αισθάνονται πάντα πως «κάτι λείπει από τον εαυτό τους». Ανέχονται ελάχιστα τη μοναξιά. Επειδή τους λείπει η αρτιότητα, δεν έχουν πραγματική αίσθηση της ταυτότητάς τους, και αυτοπροσδιορίζονται αποκλειστικά με βάση τις σχέσεις τους.

Άλλο Μοναξιά και άλλο Μοναχικότητα.

Ένας τριαντάρης χειριστής πρέσας

που έπασχε από βαθιά κατάθλιψη, ήλθε να με δει τρεις μέρες μετά την εγκατάλειψή του από τη γυναίκα του, η οποία πήρε μαζί της και τα τρία παιδιά τους. Τον είχε, τρεις φορές πριν, απειλήσει ότι θα τον άφηνε, παραπονούμενη πως δεν έδειχνε καμιά προσοχή σ’ αυτήν και στα παιδιά. Κάθε φορά την ικέτευε να μείνει και της υποσχόταν ότι θα αλλάξει, αλλά η αλλαγή του ποτέ δε βαστούσε πάνω από μια μέρα, και αυτή τη φορά εκείνη πραγματοποίησε την απειλή της. Ο άνθρωπος δεν κοιμήθηκε δύο νύκτες, έτρεμε από το άγχος, τα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό του, και σκεφτόταν σοβαρά ν’ αυτοκτονήσει.

 «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την οικογένειά μου» είπε με αναφιλητά «τους αγαπάω τόσο πολύ».

«Πραγματικά απορώ μαζί σου» του είπα. «Μου ανέφερες ότι η γυναίκα σου έχει δίκιο να παραπονιέται, ότι ποτέ δεν έκανες κάτι γι’ αυτή, ότι γύριζες σπίτι όποτε σου άρεσε, ότι δεν είχες κανένα σεξουαλικό ή συναισθηματικό ενδιαφέρον γι’ αυτήν, ότι δε μιλούσες καν στα παιδιά μήνες ολόκληρους, ότι ποτέ δεν έπαιζες μαζί τους, ούτε τα πήγαινες κάπου. Δεν έχεις καμιά σχέση με κανένα από την οικογένειά σου` δεν καταλαβαίνω λοιπόν γιατί νιώθεις τόση κατάθλιψη για την απώλεια μιας σχέσης που ποτέ δεν υπήρχε.»

«Δεν το βλέπεις;» Απάντησε. «Δεν είμαι τίποτε τώρα. Τίποτε. Δεν έχω γυναίκα. Δεν έχω παιδιά. Δεν ξέρω ποιος είμαι. Μπορεί να μην ενδιαφερόμουν γι’ αυτούς, αλλά οπωσδήποτε τους αγαπάω. Είμαι ένα τίποτε χωρίς αυτούς.»

Επειδή η κατάθλιψή του ήταν πολύ σοβαρή – αφού είχε χάσει την ταυτότητα που του έδινε η οικογένειά του – του είπα να έλθει να τον δω ξανά μετά από δυο μέρες. Περίμενα να είναι λίγο καλύτερα. Όταν όμως ξανάρθε, μπήκε ορμητικά στο γραφείο χαμογελώντας χαρούμενα και ανήγγειλε: «Όλα είναι εντάξει τώρα».

«Είσαι πάλι με την οικογένειά σου;» τον ρώτησα.

«Όχι» απάντησε ενθουσιασμένος «δεν είχα καμιά είδησή τους από τότε που σε είδα. Αλλά συνάντησα μια κοπέλα χτες το βράδυ στο μπαρ που συχνάζω. Μου είπε ότι πραγματικά της αρέσω. Είναι χωρισμένη, όπως κι εγώ. Δώσαμε ένα άλλο ραντεβού σήμερα το βράδυ. Νιώθω πάλι σαν άνθρωπος. Νομίζω ότι δε χρειάζεται να σε ξαναδώ».

Αυτή η ταχεία ικανότητα για αλλαγή είναι χαρακτηριστική των παθητικών εξαρτημένων ατόμων.

Θα έλεγε κανείς πως δεν έχει σημασία από ποιόν είναι εξαρτημένοι, όσο υπάρχει ένας οποιοσδήποτε. Δεν έχει γι’ αυτούς σημασία ποια είναι η ταυτότητά τους, εφόσον υπάρχει κάποιος να τους τη δώσει. Επομένως, οι σχέσεις τους, αν και φαίνονται δραματικές στην έντασή τους, είναι στην πραγματικότητα εξαιρετικά ρηχές.

Εξαιτίας της δύναμης που έχει η αίσθηση της εσωτερικής κενότητάς τους, και της πείνας τους να τη γεμίσουν, οι παθητικοί εξαρτώμενοι άνθρωποι δε θα ανεχτούν καμιά καθυστέρηση προκειμένου να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους για άλλους ανθρώπους.

Η εσωτερική αίσθηση της κενότητας, από την οποία υποφέρουν τα παθητικά εξαρτημένα άτομα, είναι το άμεσο αποτέλεσμα της αποτυχίας των γονέων τους να εκπληρώσουν τις ανάγκες τους για τρυφερότητα, προσοχή και φροντίδα κατά την παιδική ηλικία τους.

Αναφέραμε στο πρώτο μέρος του βιβλίου ότι

τα παιδιά που αγαπιούνται και φροντίζονται με σχετική συνέπεια σ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας μπαίνουν στην ενηλικιότητα με ένα βαθιά ριζωμένο συναίσθημα ότι είναι αξιαγάπητα και πολύτιμα και συνεπώς θα αγαπιούνται και θα φροντίζονται εφόσον θα είναι αληθινά με τον εαυτό τους.

Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε μιαν ατμόσφαιρα όπου η αγάπη και η φροντίδα λείπουν ή δίνονται με κατάφωρη ασυνέπεια μπαίνουν στην ενηλικιότητα χωρίς μια τέτοια αίσθηση εσωτερικής ασφάλειας.

Έχουν, αντίθετα, μιαν εσωτερική αίσθηση ανασφάλειας, ένα συναίσθημα ότι «δεν έχω αρκετά» και ότι ο κόσμος είναι άστατος και φειδωλός, καθώς και αυτοί οι ίδιοι είναι αμφισβητήσιμα αξιαγάπητοι και πολύτιμοι.

Συνεπώς δεν είναι για ν’ απορούμε που αισθάνονται την ανάγκη να παλεύουν για αγάπη, φροντίδα και προσοχή όπου μπορούν να τις βρουν, και όταν τις βρουν προσκολλώνται σ’ αυτές με μια απόγνωση που τους οδηγεί σε μια χωρίς αγάπη, συμφεροντολόγα, μακιαβελική συμπεριφορά που καταστρέφει τις ίδιες τις σχέσεις που επιδιώκουν να διατηρήσουν.

Ένα παιδί δεν έχει ανάγκη από τέλειους γονείς αλλά από γονείς που το αγαπούν και το ΑΠΟΔΕΧΟΝΤΑΙ

 Όπως επίσης δείξαμε στο προηγούμενο μέρος,

αγάπη και πειθαρχία συμπορεύονται, έτσι που γονείς που δεν αγαπάνε τα παιδιά τους και δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτά είναι άτομα που τους λείπει η πειθαρχία, και όταν αποτυχαίνουν να προσφέρουν στα παιδιά τους την αίσθηση ότι αγαπιούνται, αποτυχαίνουν να τους προσφέρουν και την ικανότητα για αυτοπειθαρχία.

Έτσι, η υπερβολική εξάρτηση των παθητικών εξαρτώμενων ατόμων είναι απλώς η κύρια εκδήλωση της διαταραχής της προσωπικότητάς τους.

Οι παθητικοί εξαρτώμενοι άνθρωποι δεν έχουν αυτοπειθαρχία.

Δεν θέλουν ή δεν μπορούν να καθυστερήσουν την ικανοποίηση της πείνας τους για φροντίδα. Στην απόγνωσή τους να συνάψουν και να διατηρήσουν δεσμούς, εξανεμίζουν την τιμιότητά τους. Προσκολλώνται σε ξεφτισμένες πια σχέσεις ενώ θα έπρεπε να τις εγκαταλείψουν.

Το σπουδαιότερο: τους λείπει ένα αίσθημα ευθύνης για τον εαυτό τους. Βλέπουν παθητικά τους άλλους, συχνά και τα ίδια τα παιδιά τους, ως την πηγή της ευτυχίας και της αρτίωσής τους και, κατά συνέπεια, όταν δεν είναι ευτυχισμένοι ή ολοκληρωμένοι, αισθάνονται βασικά ότι άλλοι είναι υπεύθυνοι.

Έτσι είναι συνεχώς θυμωμένοι γιατί συνεχώς νιώθουν πως τους έχουν εγκαταλείψει οι άλλοι, που στην πραγματικότητα δε θα μπορούσαν ποτέ να εκπληρώσουν όλες τις ανάγκες τους ή να τους «κάνουν» ευτυχισμένους.

 Ένα από τα χαρακτηριστικά της εξάρτησης είναι ότι δεν έχει καμιά σχέση με την πνευματική ανάπτυξη.

Οι εξαρτημένοι άνθρωποι ενδιαφέρονται για τη συντήρησή τους και για τίποτε άλλο. Επιθυμούν να είναι χορτάτοι, να ευημερούν. Δεν επιθυμούν να αναπτυχθούν, ούτε ανέχονται τη δυστυχία, τη μοναξιά και τον πόνο που συνεπάγεται η ανάπτυξη. Οι εξαρτημένοι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται ούτε για την πνευματική ανάπτυξη του άλλου, ο οποίος αποτελεί το στόχο της εξάρτησής τους.
Φόβος της μοναξιάς είναι φόβος του εαυτού σου.

Φροντίζουν μόνο να υπάρχει ο άλλος για να τους ικανοποιεί. Η εξάρτηση δεν είναι παρά μία από τις μορφές συμπεριφοράς την οποία λαθεμένα ονομάζουμε «αγάπη», μολονότι απουσιάζει απ’ αυτήν το ενδιαφέρον για πνευματική ανάπτυξη.

Ένα από τα πράγματα για τα οποία μιλάω εδώ και σ’ όλο αυτό το μέρος του βιβλίου είναι ότι η χρήση από μας της λέξης «αγάπη» είναι τόσο γενικευμένη και απροσδιόριστη, ώστε μας εμποδίζει σοβαρά να κατανοήσουμε την αγάπη. Δεν έχω μεγάλες ελπίδες ότι η γλώσσα θα αλλάξει σχετικά μ’ αυτό.

Όμως, όσο συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη «αγάπη» για να περιγράφουμε τη σχέση μας με οτιδήποτε είναι σημαντικό για μας, με οτιδήποτε εμείς εποφθαλμιούμε, χωρίς να παίρνουμε υπόψη την ποιότητα αυτής της σχέσης, θα εξακολουθούμε να δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε τη διαφορά ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, στο καλό και το κακό, στο ευγενικό και το πρόστυχο.

Χρησιμοποιώντας τον ακριβέστερο ορισμό μας, είναι φανερό, λογουχάρη, ότι μπορούμε να αγαπάμε μόνο τα ανθρώπινα όντα. Γιατί, σύμφωνα με τη γενική μας αντίληψη των πραγμάτων, μόνο τα ανθρώπινα όντα κατέχουν ένα πνεύμα ικανό για ουσιαστική ανάπτυξη.

Ας πάρουμε το θέμα των οικιακών ζώων.

«Αγαπάμε» το σκύλο της οικογένειάς μας. Τον ταΐζουμε και τον λούζουμε, τον χαϊδεύουμε και τον αγκαλιάζουμε, τον εκπαιδεύουμε και παίζουμε μαζί του. Όταν είναι άρρωστος, αφήνουμε όλα στη μπάντα και τον πάμε άρον-άρον στον κτηνίατρο.

Όταν φεύγει και τον χάνουμε ή όταν πεθάνει, μπορεί να νιώθουμε συντετριμμένοι. Μάλιστα για μερικούς μοναχικούς ανθρώπους χωρίς παιδιά, τα αγαπημένα ζώα τους μπορεί να γίνουν ο μοναδικός τους λόγος ύπαρξης. Αν αυτό δεν είναι αγάπη, τότε τι είναι;

Αλλά ας εξετάσουμε τις διαφορές ανάμεσα στη σχέση μας με ένα αγαπημένο ζώο, και στη σχέση μας μ’ έναν άλλο άνθρωπο.

  • Πρώτα απ’ όλα η σφαίρα της επικοινωνίας μας με τα αγαπημένα ζώα μας είναι εξαιρετικά περιορισμένη σε σύγκριση με τη σφαίρα επικοινωνίας με άλλους ανθρώπους αν φροντίσουμε γι’ αυτό. Δεν ξέρουμε τι σκέφτονται τα ζώα μας.

Αυτή η έλλειψη γνώσης μάς επιτρέπει να προβάλουμε στα ζώα μας τις δικές μας σκέψεις και τα δικά μας αισθήματα, και έτσι να νιώθουμε μια συναισθηματική εγγύτητα με αυτά που μπορεί να μην ανταποκρίνεται καθόλου στην πραγματικότητα.

  • Δεύτερο, θεωρούμε τα ζώα μας ικανοποιητικά, μόνον εφόσον οι επιθυμίες τους ταυτίζονται με τις δικές μας. Αυτή είναι η βάση, στην οποία γενικά στηρίζουμε την εκλογή των ζώων μας, και αν οι επιθυμίες τους αρχίζουν να αποκλίνουν σημαντικά από τις δικές μας, τα διώχνουμε. Δεν κρατάμε για πολύ τα ζώα στο σπίτι μας, όταν αυτά διαμαρτύρονται και μας αποκρούουν.

Το μόνο σχολείο που στέλνουμε τα ζώα μας για την ανάπτυξη του μυαλού τους ή της ψυχής τους είναι το σχολείο της υπακοής. Ωστόσο, εμείς οι ίδιοι μπορεί να επιθυμούμε για άλλους ανθρώπους να αναπτύξουν «μια δική τους θέληση».

Μάλιστα αυτή ακριβώς η επιθυμία για τη διαφοροποίηση του άλλου είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της γνήσιας αγάπης.

Τελικά, στις σχέσεις μας με τα αγαπημένα μας ζώα επιδιώκουμε να καλλιεργήσουμε την εξάρτησή τους. Δεν τα θέλουμε να μεγαλώσουν και να φύγουν από το σπίτι. Τα θέλουμε να μένουν πάντα στο ίδιο μέρος, να ξαπλώνουν υποταγμένα κοντά στο τζάκι.

Εκείνο που εκτιμούμε στα ζωάκια μας είναι η αφοσίωσή τους σε μας και όχι η ανεξαρτησία τους από μας.

Αυτό το θέμα της «αγάπης» των οικιακών ζώων είναι μεγίστης σημασίας επειδή πολλοί, πάρα πολλοί άνθρωποι, είναι ικανοί να αγαπούν μόνο ζώα και ανίκανοι να αγαπούν αληθινά άλλες ανθρώπινες υπάρξεις.

Μεγάλος αριθμός Αμερικανών στρατιωτών είχαν ειδυλλιακούς γάμους με Γερμανίδες, Ιταλίδες ή Γιαπωνέζες «νύφες του πολέμου», με τις οποίες δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τον προφορικό λόγο. Όταν όμως οι γυναίκες τους έμαθαν αγγλικά, οι γάμοι τους άρχισαν να διαλύονται.

Οι στρατιώτες τότε δεν μπορούσαν πλέον να προβάλουν στις γυναίκες τους τις δικές τους σκέψεις, τα δικά τους αισθήματα και τους δικούς τους σκοπούς, και να έχουν την ίδια αίσθηση της προσέγγισης που ένας έχει με ένα αγαπημένο του ζώο.

Αντίθετα, καθώς οι γυναίκες τους μάθαιναν αγγλικά, οι άνδρες άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι οι γυναίκες αυτές είχαν ιδέες, γνώμες και επιδιώξεις διαφορετικές από τις δικές τους. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια ν’ αρχίσει σε μερικούς να αναπτύσσεται η αγάπη` αλλά για τους περισσότερους ενδεχομένως σταμάτησε.

Η απελευθερωμένη γυναίκα έχει δίκιο να δυσπιστεί για τον άντρα που την αποκαλεί στοργικά «γατούλα μου». Μπορεί να είναι πράγματι ένα άτομο του οποίου η στοργή εξαρτάται από το ότι αυτή είναι ένα αγαπημένο ζωάκι που δεν έχει την ικανότητα να σέβεται την δική της δύναμη, ανεξαρτησία και ατομικότητα.

Ίσως το θλιβερότερο παράδειγμα αυτού του φαινομένου είναι ο πολύ μεγάλος αριθμός γυναικών που είναι ικανές να «αγαπούν» τα παιδιά τους μόνο σαν νήπια.

Τέτοιες γυναίκες βρίσκονται παντού.

Μπορεί να είναι ιδανικές μητέρες μέχρι να φτάσουν τα παιδιά τους στην ηλικία των δύο χρόνων – αφάνταστα τρυφερές, θηλάζουν τα μωρά τους χαρούμενα, τα κρατούν στην αγκαλιά τους και παίζουν μαζί τους, στοργικές πάντα και ολοκληρωτικά αφοσιωμένες στην περιποίησή τους και πανευτυχείς στο ρόλο της μητέρας.

Και ξαφνικά, σχεδόν μέσα σε μια νύχτα, η εικόνα αλλάζει. Μόλις ένα παιδί αρχίσει να εκδηλώνει τη δική του θέληση – να μην υπακούει, να γκρινιάζει, να αρνείται να παίξει, να αποκρούει πότε πότε το αγκάλιασμα, να συνδέεται με άλλα άτομα, να βγαίνει τοσοδά στον κόσμο στηριγμένο στη δική του δύναμη – η αγάπη της μητέρας σταματά.

Χάνει το ενδιαφέρον της για το παιδί, βγαίνει το παιδί από την κατοχή της, το αντιλαμβάνεται μόνο σαν έναν μπελά. Ταυτόχρονα νιώθει συχνά μια σχεδόν ακαταμάχητη ανάγκη να μείνει έγκυος πάλι, να έχει ένα άλλο νήπιο, ένα άλλο αγαπημένο ζωάκι.

Συνήθως το πετυχαίνει και ο κύκλος επαναλαμβάνεται.

Αν όχι, θα τη δει ίσως κανείς να επιδιώκει με λαχτάρα τη φύλαξη νηπίων των γειτόνων της, παραβλέποντας σχεδόν ολότελα τις παρακλήσεις του δικού της μεγαλύτερου παιδιού ή παιδιών, για περιποίηση και φροντίδα. Για τα παιδιά της, «τα τρομερά δίχρονα» δεν είναι μόνο το τέλος της βρεφικής ηλικίας, είναι συνάμα το τέλος της εμπειρίας της μητρικής αγάπης.

Η οδύνη και η εγκατάλειψη που αισθάνονται είναι ορατές από όλους, εκτός από τη μητέρα τους, η οποία είναι απασχολημένη με το καινούργιο της βρέφος. Το αποτέλεσμα αυτής της εμπειρίας συνήθως φανερώνεται, καθώς τα παιδιά αναπτύσσονται προς την ενηλικίωση, με τη μορφή μιας καταθλιπτικής και/ ή παθητικής εξαρτημένης προσωπικότητας.

 

 

 

Απόσπασμα από το βιβλίο: Ο δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος

του Morgan Scott Peck

 

 

 

Leave a comment